«Όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας είναι Έλληνες». Το νόημα των λόγων του Ισοκράτους
Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει την φράση «Οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας είναι Έλληνες», μία φράση που την έχουν απομονώσει από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτους. Αυτήν την φράση λοιπόν θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να καταλάβουμε το πραγματικό νόημά της.
Μικρή ιστορική αναδρομή
Η συγκεκριμένη φράση λοιπόν έχει ειπωθεί αφειδώς τα τελευταία χρόνια από προέδρους δημοκρατίας, πολιτευτές, δημοσιογράφους κλπ. και προέρχεται από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτους. Ο λόγος της συνεχούς χρήσεώς της, είναι για να πείσουν όσους Έλληνες αντιδρούσαν και αντιδρούν στις ελληνοποιήσεις αλλοδαπών παράνομων μεταναστών ή προσφύγων (που σπούδασαν ή θα σπουδάσουν στα ελληνικά σχολεία) ότι όπως είχαν πει και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, όσοι μετέχουν στην παιδεία μας πρέπει αυτομάτως να θεωρούνται Έλληνες, χωρίς να κοιτάμε τα εθνικά και φυλετικά χαρακτηριστικά τους.
Η πρώτη αφορμή δόθηκε με την υπόθεση Τσενάϊ. Ο Οδυσσέας Τσενάϊ ήταν μαθητής αλβανικής καταγωγής στην Νέα Μηχανιώνα. Όταν το 2000 αρίστευσε στο γυμνάσιο και οι καθηγητές του τον όρισαν σημαιοφόρο στην παρέλαση, υπήρξαν πολύ έντονες αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής, που δεν ήθελαν ένας αλλοδαπός να κρατάει την ελληνική σημαία.
16 χρόνια μετά ίσως να φαίνονται αυτά ξεπερασμένα. Άλλωστε από τότε, σιγά σιγά με τα χρόνια, την Ελληνική Σημαία στις παρελάσεις την έχουν κρατήσει σχεδόν όλες οι «φυλές του Ισραήλ». Και σε πολλές περιπτώσεις δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει και αλλιώς, μιας και υπάρχουν σχολεία (κυρίως στο κέντρο των Αθηνών) που οι Έλληνες μαθητές δεν ξεπερνούν πια ούτε το 5% !!!
Αφού κάναμε αυτήν την αναδρομή ας επιστρέψουμε στον «Πανηγυρικό».
Πρόκειται για έναν λόγο υψηλής ρητορικής τέχνης που παρουσιάστηκε γύρω στο 380 π.Χ. επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων (100η Ολυμπιάδα). Σκοπός του ήταν, 24 χρόνια μετά την λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.), και χωρίς βεβαίως να έχουν σταματήσει οι μεταξύ των πόλεων εχθροπραξίες, να ενώσει όλες τις Ελληνικές Πόλεις υπό την ηγεμονία των Αθηνών, ώστε να εκστρατεύσουν κατά των Βαρβάρων.
Ήδη από τις πρώτες παραγράφους: «… ήκω συμβουλεύσων περί τε του πολέμου τού προς τους βαρβάρους και τής ομονοίας τής προς ημάς» (βρίσκομαι εδώ για να σας συμβουλεύσω περί του πολέμου εναντίον των βαρβάρων και της μεταξύ ημών ομονοίας). Εξ αρχής θέτει τα πλαίσια που θα κινηθεί:
- Πανελλήνια εκστρατεία κατά των βαρβάρων (Περσική αυτοκρατορία)
- Προσπαθεί να πείσει όλους τους Έλληνες να ομονοήσουν
- Προτείνει να ηγεμονεύσει η Αθήνα της Ελλάδος (με την αρωγή των Σπαρτιατών) και αναλύει το γιατί
- Εξάρει την πολιτισμική υπεροχή των Αθηναίων, από τα μυθολογικά κιόλας χρόνια
- Μνημονεύει τις πολεμικές αρετές της πόλεως
- Είναι μία ρητορική που απευθύνεται μόνο σε Έλληνες
Από τις πρώτες παραγράφους κατανοούμε ότι δεν πρόκειται για έναν φιλολογικό λόγο που θέλει να πείσει τους υπολοίπους Έλληνες, για το ποιοι θα είναι Έλληνες και ποιοι βάρβαροι από εδώ και στο εξής…! Πώς είναι δυνατόν άλλωστε, σε ένα πολεμικό κάλεσμα κατά των Περσών, να κάνει ξεκάρφωτες «αντιρατσιστικές» ρητορείες του σήμερα…; Τέτοια ζητήματα δεν είχαν τεθεί στην αρχαιότητα. Μπορεί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι να μη ήταν ρατσιστές (με την σημερινή έννοια του όρου), ήταν όμως φυλετιστές και τοπικιστές. Ήταν φανατικά προσκολλημένοι στην Πόλη-Κράτος και στην συνέχιση της φυλετικής τους διαφορετικότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ταύτην γαρ οικούμεν ουχ ετέρους εκβαλόντες ουδ’ ερήμην καταλαβόντες ουδ’ εκ πολλών εθνών μιγάδες συλλεγέντες, αλλ’ ούτω καλώς και γνησίως γεγόναμεν, ώστ’ εξ ήσπερ έφυμεν, ταύτην έχοντες άπαντα τον χρόνον διατελούμεν, αυτόχθονες όντες…»
Απόδοση: «Γιατί κατοικούμε αυτήν την χώρα όχι έχοντας εκδιώξει κάποιους άλλους, ούτε αφού την βρήκαμε έρημη την καταλάβαμε, ούτε συναθροιστήκαμε από πολλά έθνη μιγάδες, αλλά αντιθέτως έχουμε ευγενική και γνήσια καταγωγή, ώστε εκεί που γεννηθήκαμε, αυτήν την γη την κατοικούμε από πάντα, όντες αυτόχθονες (γηγενείς)».
Είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί ένα μέρος του Πανηγυρικού, γιατί η αποσπασματική ανάγνωση και απομόνωση κάποιων χωρίων δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Πολύ λίγοι έχουν διαβάσει και καταλάβει το κείμενο. Στόχος μου είναι κυρίως να γίνει κατανοητό το ιστορικό-κοινωνικό-στρατιωτικό-πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής και μέσα από αυτό να γνωρίσουμε και τι πίστευαν οι πρόγονοί μας εκείνης της περιόδου.
–
Οφείλω εδώ να υπενθυμίσω ξανά τι ακριβώς επιδιώκει ο Ισοκράτης μέσω του λόγου του. Πρώτον την συμφιλίωση των Ελληνικών Πόλεων. Δεύτερον να πείσει τους Έλληνες ότι πρέπει να τεθούν υπό την ηγεμονία των Αθηνών (εκθειάζοντας ιδιαιτέρως την πολιτισμική ανωτερότητά της έναντι των υπολοίπων πόλεων). Τρίτον να κάνουν εκστρατεία κατά των βαρβάρων.
Πρόκειται για ένα πολεμιστήριο σάλπισμα κατάκτησης και υποδούλωσης των βαρβάρων.
Καλό θα είναι να προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε τον λόγο του με όσο το δυνατόν ουδέτερη σκέψη, ώστε να γίνει κατανοητό το τί πρέσβευε ο ίδιος και ποιο ήταν το γενικό πνεύμα στον Ελληνικό χώρο, της εποχής του.
Το κείμενο λοιπόν μας πληροφορεί ότι αυτά που θα ακουστούν, μπορεί να έχουν λεχθεί και από άλλους και ότι οι μεν σοφιστές που πρόσκεινται φιλικά προς την Σπάρτη θα πουν ότι αυτή πρέπει να ηγεμονεύσει των Ελλήνων, ενώ οι άλλοι που πρόσκεινται φιλικά των Αθηνών ρητορεύουν υπέρ της δικής της ηγεμονίας. Εγώ, μας λέει ο Ισοκράτης, θα προσπαθήσω να σας πείσω γιατί η Αθήνα θα πρέπει να ηγηθεί των Ελλήνων, όχι με μόνη απόδειξη τα στρατιωτικά επιτεύγματα, αλλά και την πολιτιστική και πολιτισμική ανωτερότητά της.
Προχωρώντας λοιπόν στο έργο του ο Ισοκράτης, τονίζει την σπουδαιότητα των κοινών εορτών των Ελλήνων για την σύσφιξη των συγγενικών δεσμών τους.
«Σε αυτούς που καθιέρωσαν τις γιορτές αξίζει δικαίως ο έπαινος, διότι μας παρέδωσαν τέτοια έθιμα, ώστε αφού κάνουμε σπονδές και διαλύσουμε τους εν εξελίξει πολέμους, συναθροιζόμαστε στο ίδιο μέρος. Και μετά αφού πραγματοποιήσουμε κοινές ευχές και θυσίες, μνημονεύουμε την μεταξύ μας (εξ αίματος) συγγένεια».
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι η Αθήνα μέσω της φιλοσοφίας μεγαλούργησε και ανέδειξε όσο κανένας άλλος την τέχνη του λόγου. «Όσοι έχουν ανατραφεί, εξ αρχής, ως ελεύθεροι άνθρωποι, δεν αναγνωρίζονται ούτε από την ανδρεία τους ούτε από τον πλούτο τους, αλλά από την ικανότητά τους στον λόγο, που αποτελεί και αδιάψευστο μάρτυρα της καλλιέργειας του καθενός».
Και φθάνουμε στο επίμαχο σημείο:
«Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Απόδοση: «Τόσο πολύ λοιπόν άφησε πίσω η πόλη μας τους υπολοίπους ανθρώπους, στην σοφία και στον λόγο, ώστε οι μαθητές της δάσκαλοι των άλλων έγιναν και κατόρθωσε (η πολιτεία μας) το όνομα των Ελλήνων να μη αναφέρεται στην καταγωγή αλλά στην παιδεία που έχουν, και περισσότερο να καλείται Έλληνας αυτός που μετέχει στην δικής μας παιδεία (της αθηναϊκής) παρά αυτός που έχει κοινή φυλετική καταγωγή».
Ο Ισοκράτης λοιπόν ΔΕΝ μιλάει γενικά για την ελληνική παιδεία όπως κάποιοι λανθασμένα αντιλαμβάνονται. Σίγουρα προκαλεί σύγχυση, χρησιμοποιώντας ένα καθ’ υπερβολήν ρητόρευμα. Όμως το μόνο που επιδιώκει είναι να υπερτονίσει, όσο πιο πολύ μπορεί, την ανωτερότητα της Αθηναϊκής παιδείας και τα πνευματικά επιτεύγματα των Αθηνών που έγιναν κτήμα και των υπολοίπων ελληνίδων πόλεων. Για αυτό και είναι απαραίτητο να ερμηνευτεί η συγκεκριμένη παράγραφος σε συνδυασμό και με το υπόλοιπο κείμενο αλλά και να έχουμε κατά νου και το γενικότερο πνεύμα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Κατά βάσιν ο ρήτορας, απευθύνεται στους ομόφυλούς τους Έλληνες, και τους λέει ότι τώρα πια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη είναι ενωμένοι, κάτω από την ηγεμονία των Αθηνών. Έχουν κοινή φυλετική καταγωγή και θρησκεύεσθαι, κοινές εορτές και εκδηλώσεις, κοινά ήθη και έθιμα, κοινούς αγώνες, και εν τέλει κοινή παιδεία, την αθηναϊκή.
Και είναι λογικό να υπερτονίζει και να θεωρεί πρωταρχικό στοιχείο ηγεμονίας την πνευματικότητα και την παιδεία. Είναι το βασικό στοιχείο υπεροχής των Αθηνών έναντι της Σπάρτης! Αφού λοιπόν μας αναφέρει ότι και στην πολεμική αρετή δεν υστερεί, έναντι των Λακεδαιμονίων, η εμφανής υπεροχή της πόλεώς του στο πολιτισμικό επίπεδο πρέπει να είναι και το κριτήριο εκείνο που θα καθορίσει το ποιος θα ηγεμονεύσει. Στο επίμαχο αυτό σημείο μας λέει ξεκάθαρα ότι η Αθηναϊκή παιδεία και προφανώς ο Αθηναϊκός τρόπος σκέψης (!), έχουν κυριαρχήσει στον ελλαδικό χώρο και άρα η Αθήνα είναι η σύγχρονη μήτρα του ελληνισμού και οι υπόλοιπες πόλεις πνευματικά τέκνα της. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να μη ηγείται και σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα η μητρόπολη του ελληνισμού…;
Συνεχίζοντας στον λόγο του ο Ισοκράτης, εξακολουθεί να υμνεί την πόλη του, τόσο ως την πνευματική τροφό, αλλά και ως την διδάσκουσα την καλλιέργεια των δημητριακών στο πανελλήνιον. Τον ενδιαφέρει να αποδείξει την πολυεπίπεδη προσφορά της, όχι μόνο ως το πνευματικό λίκνο του Ελληνισμού, αλλά και ότι συνέβαλε τα μέγιστα, περισσότερο από κάθε άλλη πόλη, στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και στην οικονομική ανάπτυξη και των υπολοίπων Ελλήνων.
Γίνονται αναφορές στην σύγχρονη ιστορία της αλλά και στην μυθολογία (Θεά Δήμητρα και Ελευσίνια Μυστήρια) έχοντας μοναδικό σκοπό, να πείσει ότι η Αθήνα είναι η αδιαφιλονίκητη Πνευματική και Στρατιωτική ηγέτιδα σύμπασας της Ελλάδος.
Τους λέει λοιπόν, ότι η Αθήνα είναι η πόλη εκείνη που από όλες τις ελληνικές διαθέτει τρία σημαντικά πράγματα:
- Είναι αρχαιοτάτη, μετέχει ανελλιπώς σε όλα τα μεγάλα καλέσματα της φυλής και από τους μυθολογικούς ακόμη χρόνους δρα με γνώμονα το καλό όλων των Ελλήνων.
- Στις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις επέδειξε τον μεγαλύτερο ζήλο από όλους τους Έλληνες. Μνημονεύει τον Μαραθώνα, το Αρτεμίσιο, την Σαλαμίνα και θυμίζει στους ακροατές του (100 χρόνια μετά), ότι άνευ του στόλου των Αθηνών δεν θα είχαν νικήσει τους Πέρσες.
- Ανεπτύχθη πνευματικά όσο καμμία άλλη ελληνική πόλη, οι οποίες γίνανε μαθητές της.
Ο Ισοκράτης λοιπόν προσπαθεί να εμφανίσει την Αθήνα ως την μόνη πόλη που είναι: – Πανάρχαια – Στρατιωτική δύναμη – Πνευματικός φάρος του ελληνισμού και ως εκ τούτου το να ηγηθεί των Ελλήνων, αντί της Σπάρτης, είναι το μόνο λογικό και δίκαιο.
Δεν κάνει καμμία αναφορά σε βαρβάρους λαούς που επαίδευσε η Αθήνα, αλλά αντιθέτως μας εξιστορεί ότι όταν το βαρβαρικό γένος ήταν πιο κυριάρχο από το ελληνικό, αυτοί ήταν οι οποίοι με πολεμικές επιχειρήσεις τους εκτόπισαν και δημιούργησαν εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε να επεκταθεί ο ελληνισμός σε όλο το Αιγαίο και στην Ασία και στην Ευρώπη και να αποκτήσει ζωτικό χώρο.
–
Ελπίζω να έχει γίνει αρκετά κατανοητός μέχρι τώρα ο λόγος του ρήτορος και με σύμμαχο το υπόλοιπο κείμενο αποδείξαμε (και θα συνεχίσουμε για ακόμη λίγο) ότι η συγκεκριμένη παράγραφος πόρο απέχει από τα θέλω των όποιων, εκόντων ή ακόντων, παρερμηνευτών. Ο Ισοκράτης ομιλούσε, όχι για την ελληνική παιδεία που διδάσκονται αλλοεθνείς, αλλά για την αθηναϊκή παιδεία που «επιβλήθηκε» λόγω της ανωτερότητάς της στους υπόλοιπους Έλληνες.
Και η αλήθεια είναι ότι ακόμη και ο Μέγας Αλέξανδρος την αττική διάλεκτο επέλεξε σαν επίσημα ελληνικά της αυτοκρατορίας του. Και είναι και η τρανότερη απόδειξη των λόγων του Ισοκράτους, ότι δηλαδή, η αθηναϊκή παιδεία είχε επηρεάσει το πανελλήνιο.
Το να στρεβλώνουμε προτάσεις τόσο μακρινών εποχών, χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τα ήθη, τα πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία, τον χώρο και τον χρόνο που γράφθηκαν και ειπώθηκαν, είναι και ανόητο και αντιεπιστημονικό. Είναι μία φράση που απευθύνεται μόνο στους Έλληνες. Το να συμπεριελάμβανε βαρβάρους σε αυτήν την ιδέα, δεν θα ήταν απλώς κάτι προχωρημένο για την εποχή του, θα ήταν κάτι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Και αυτό το βλέπουμε καθαρά στους ελληνιστικούς χρόνους και στους μετέπειτα ρωμαϊκούς με μία Ελλάδα η οποία βασικά συνέχιζε να καταστρέφεται από τους πολέμους, ξεχειλωμένη προς την ανατολή και με τα ελληνικά ήθη και την γλώσσα να κυριαρχεί σε όλες τις κατεκτημένες περιοχές.
Τότε ήταν που έγινε μία απίστευτη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και ιδεών. Πια, η ελληνική σκέψη και γλώσσα δεν ήταν μία υπόθεση των γηγενών Ελλήνων (και ίσως κάποιων δεκάδων βαρβάρων ηγεμόνων) αλλά εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης. Παρόλο λοιπόν όλο αυτό το άνοιγμα, παρόλο που πολλοί βάρβαροι ασπάστηκαν τον ελληνικό τρόπο σκέψης και ομιλίας, παρόλα αυτά, ακόμη και τότε, κανένας δεν τους είπε Έλληνες. Ο όρος για αυτούς τους υπηκόους των Ελληνιστικών Βασιλείων, είναι Ελληνίζον. Δηλαδή αυτός που μιμείται τους Έλληνες στα ήθη και στην γλώσσα! Μπορεί να πήραν ελληνικά ονόματα, μπορεί να μίλησαν άπταιστα τα ελληνικά, όμως κανένας και σε καμμία εποχή δεν είπε ότι έγιναν Έλληνες. Ακόμη κι αν μετείχαν της ημετέρας παιδείας… ακόμη και αν η πολιτισμική ζύμωση μεταξύ των λαών των αυτοκρατοριών ήταν μεγάλη.
Ας δούμε όμως δύο ακόμη αποσπάσματα του κειμένου.
-«Βούλομαι δ’ ολίγω μακρότερα περί τοιν πολέοιν ειπείν και μη ταχύ λίαν παραδραμείν, ιν αμφοτέρων υμίν υπομνήματα γένηται, της τε των προγόνων αρετής και της προς τους βαρβάρους έχθρας».
Απόδοση: «Επιθυμώ λίγο περισσότερο να μιλήσω για τις δύο πόλεις (Αθήνα – Σπάρτη) και να μη τις προσπεράσω στα γρήγορα, για να σας υπενθυμίσω και την αρετή των προγόνων μας και το μίσος τους προς τους βαρβάρους».
– «Και πολλών μεν οι πατέρες ημών μηδισμού θάνατον κατέγνωσαν, εν δε τοις συλλόγοις έτι και νυν αράς ποιούνται, πριν άλλο τι χρηματίζειν, ει τις επικηρυκεύεται Πέρσαις των πολιτών· Ευμολπίδαι δε και Κήρυκες εν τη τελετή των μυστηρίων διά το τούτων μίσος και τοις άλλοις βαρβάροις είργεσθαι των ιερών ώσπερ τοις ανδροφόνοις προαγορεύουσιν».
Απόδοση: «Και πολλούς οι πατέρες μας καταδίκασαν σε θάνατο λόγω του ότι μήδισαν. Και στις συνελεύσεις ακόμη και σήμερα καταριούνται, προτού ξεκινήσει η συζήτηση, όποιον προτείνει αποστολή πρεσβευτών στους Πέρσες. Ακόμη και οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην τελετή των Ελευσινίων Μυστηρίων, προαναγγέλλουν, ότι εξαιτίας του μίσους τους προς τους Πέρσες, απαγορεύεται η είσοδος στα ιερά και σε όλους τους υπολοίπους βαρβάρους, όπως γίνεται με τους δολοφόνους».
Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Πιστεύω να έγινε κατανοητό πια, ποιος ήταν ο Ισοκράτης, τι πρέσβευε και ποιο ήταν το νόημα των λόγων του. Με τα σημερινά δεδομένα πολιτικής και κοινωνικής ορθότητας, δεν θα έπρεπε να μνημονεύεται ο Ισοκράτης (και ιδιαιτέρως ο «Πανηγυρικός») από κάποιους κύκλους και μάλλον θα έπρεπε να είναι… ανεπιθύμητος. Όμως αποδεικνύεται διά μίαν εισέτι φοράν πως ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει (είτε μας αρέσει είτε όχι) και ενώ μπορούμε να ανατρέξουμε στις πηγές και να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασιν το αληθές των λόγων του (όσον αφορά σε γραπτά κείμενα τουλάχιστον), εντούτοις ασπαζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη σοφιστείες και διαστρεβλώσεις.
–
Σαν επίλογο θα βάλω μία ενδιαφέρουσα παράγραφο, που άπτεται άμεσα των σημερινών κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων που ζούμε. Ας διαβάσουμε την άποψη του Ισοκράτους, πάλι από τον Πανηγυρικό, για το αν θα πρέπει να δίνονται πολιτικά δικαιώματα σε παράνομους μετανάστες, μετανάστες ή πρόσφυγες. Σύμφωνα πάντα με τον Ισοκράτη που τόσο πολύ μνημονεύεται από κάποιους.
«Ου δη που πάτριόν εστιν ηγείσθαι τους επήλυδας των αυτοχθόνων, ουδέ τους ευ παθόντες των ευ ποιησάντων, ουδέ τους ικέτας γενομένους των υποδεξαμένων».
Απόδοση: «Δεν είναι πατροπαράδοτο να εξουσιάζουν οι επήλυδες (μετανάστες) τους γηγενείς κατοίκους, ούτε οι ευεργετημένοι τους ευεργέτες, ούτε οι ικέτες (πρόσφυγες) αυτούς που τους υποδέχθηκαν και τους βοήθησαν».
Ιωάννης Κωτσής